άφατος

άφατος
ος , ον см. απερίγραπτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "άφατος" в других словарях:

  • ἄφατος — not uttered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφατος — η, ο (AM ἄφατος, ον) αυτός που είναι δύσκολο να περιγραφεί, απερίγραπτος, ανέκφραστος αρχ. ο δίχως όνομα, ανώνυμος, ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φᾰτος < φᾰ εξασθενωμένη βαθμίδα του φημί] …   Dictionary of Greek

  • άφατος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να οριστεί με λέξεις, ο ανέκφραστος, ο ανείπωτος: Η λύπη του για το χαμό του παιδιού του είναι άφατη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφάτως — ἄφατος not uttered adverbial ἄφατος not uttered masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφατον — ἄφατος not uttered masc/fem acc sg ἄφατος not uttered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάτοις — ἄφατος not uttered masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάτου — ἄφατος not uttered masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάτους — ἄφατος not uttered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάτων — ἄφατος not uttered masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάτῳ — ἄφατος not uttered masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφατα — ἄφατος not uttered neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»